Ο Παλαμάς το 1912 [πηγή: αφιερωματικό τεύχος περ. Η λέξη 114 (1993)] |
Σαν σήμερα πριν από 80 χρόνια, στις 27 Φεβρουαρίου του 1943, φεύγει από τη ζωή ο Κωστής Παλαμάς.
Παιδικά και νεανικά χρόνια - οι πρώτες ποιητικές εκδηλώσεις
Ο Κωστής Παλαμάς, «ο ποιητής που σκέπασε με τον ίσκιο του μισόν αιώνα της πνευματικής μας ιστορίας» (Θεοτοκάς, 1994: 243), γεννιέται στην Πάτρα το 1859, δυο χρόνια μετά το θάνατο του Σολωμού. Πολύ νωρίς, το 1866, εγκαθίσταται στο Μεσολόγγι μαζί με τον ένα από τους δύο αδερφούς του ―τον μεγαλύτερο―, μετά τον πρόωρο και ξαφνικό θάνατο και των δύο γονιών του: στο σπίτι του θείου του, που αναλαμβάνει την ανατροφή τους.
Στη νησόσπαρτη λίμνη που το μαϊστράλι,
από θαλασσινή δυναμωμένο αρμύρα,
ταράζει πέρα το φυκόστρωτο ακρογιάλι,
μ' έριξ' εκεί πεντάρφανο παιδάκι η Μοίρα.
[Από την Ασάλευτη ζωή] .
Στο Μεσολόγγι τελειώνει τις εγκύκλιες σπουδές του και γράφει τα πρώτα του ποιήματα ώς το 1875, οπότε μετακομίζει στην Αθήνα, την πόλη στην οποία θα ζήσει ώς το τέλος της ζωής του. Εγγράφεται στη Νομική Σχολή, όπως είχε κάνει προηγουμένως ο αδελφός του Χρήστος, αλλά γρήγορα εγκαταλείπει τις σπουδές του, για να αφιερωθεί στην ποίηση και τη φιλολογία.
Οπλισμένος με την αυτοπεποίθηση της νεότητας υποβάλλει την πρώτη του συλλογή, Ερώτων έπη, στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό μόλις το 1876, τη χρονιά που βραβεύεται τελικά η συλλογή του Γ. Βιζυηνού. Η δική του απορρίπτεται ως «ψυχρότατο στιχουργικό γύμνασμα λογιώτατου γραμματικού» (Θ. Ορφανίδης). Ωστόσο ο Παλαμάς καταφέρνει την επόμενη χρονιά να εκδώσει στο Μεσολόγγι αυτοτελώς την ποιητική σύνθεση Μισολόγγι, ενώ μπροστά του ανοίγεται ο κόσμος των εφημερίδων: από το 1879 δημοσιεύει ποιήματά του στον Ραμπαγά, με την υπογραφή «Κώστας» και αργότερα στο Μη χάνεσαι και στην Ακρόπολη. Παράλληλα σχεδόν εμφανίζονται με ποιήματά τους στον φιλονεϊστή Ραμπαγά και δύο φίλοι του: ο «Νίκος» (Καμπάς) και η «Αράχνη» (= Γεώργιος Δροσίνης). Η ιδρυτική τριανδρία της «Νέας Αθηναϊκής Σχολής» έχει κιόλας σχηματιστεί και εισέρχεται στην λογοτεχνική σκηνή. Στον απόηχο της γνωστής ομιλίας του Ροΐδη [«Περί συγχρόνου εν Ελλάδι ποιήσεως», 1877], απορριπτικής για το σύνολο σχεδόν της ελληνικής ποίησης και καταγγελτικής ως προς την έλλειψη πνευματικού περιβάλλοντος ικανού να γεννήσει μεγάλη ποίηση, οι νέοι της εποχής αναλαμβάνουν την ποιητική ανανέωση: ταλαντεύονται μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής αλλά γρήγορα δείχνουν σαφή κλίση προς την δεύτερη. Η υποστήριξη που προσφέρουν στη δημοτική την καθιερώνει σταδιακά, και μετά από πολλούς αγώνες, ως ποιητική γλώσσα. Αρνούνται τους ακραίους ποιητικούς συναισθηματισμούς, το στόμφο και τις ρητορικές εξάρσεις της παλιάς σχολής και παρουσιάζουν ποιήματα με επιμελημένο στίχο και συγκρατημένη ευαισθησία.
Ωστόσο ο νεαρός Παλαμάς έχει να φροντίσει και το ζήτημα της επαγγελματικής του αποκατάστασης. Ο Γαβριηλίδης, εκδότης των εφ. Μη χάνεσαι και αργότερα της Ακρόπολις, του ζητά να γίνει κοινοβουλευτικός συντάκτης επ' αμοιβή. «Όταν μου έγραφες ότι με θέλεις διά την Βουλήν, ετρόμαξα» του απαντά ο Παλαμάς. Δέχεται βέβαια, όσο κι αν επιμένει αρχικά: «μου φαίνεται ότι θα απετύγχανον οικτρότατα ως δημοσιογράφος». Ο Γαβριηλίδης επιμένει κι αυτός. Η θητεία του στη θέση του κοινοβουλευτικού συντάκτη κράτησε ένα μικρό διάστημα. Από το επάγγελμα του δημοσιογράφου όμως προσπάθησε για χρόνια να κερδίσει τη ζωή του περνώντας από τα γραφεία των μεγαλύτερων εφημερίδων της εποχής. Τα χρόνια βέβαια είναι πολύ δύσκολα για τους νεαρούς επαγγελματίες του λόγου:
Η Εφημερίς όπου εργαζόταν δεν πήγαινε καθόλου καλά οικονομικώς, δεν είχε να πληρώνει τους συντάκτες της, και του κάκου η κυρία Παλαμά πήγαινε και ξαναπήγαινε στο Ρούκη, που ήταν τότε ο διευθυντής, γυρεύοντας ένα μέρος τουλάχιστον από τα καθυστερούμενα για να ψωνίσει. Νομίζω […] πως η μεγάλη αυτή στεναχώρια έλειψε όταν ο ποιητής πήγε χρονογράφος στο Εμπρός του Καλαποθάκη (Ξενόπουλος, 1943: 19).
Στην πραγματικότητα «η μεγάλη αυτή στεναχώρια έλειψε» οριστικά από το 1897, χρονιά κατά την οποία ο Παλαμάς διορίζεται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας Γενικός Γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σ' αυτή τη θέση θα εργαστεί ώς το 1928.
Το 1886 εκδίδεται η ποιητική συλλογή που αποτελεί την ουσιαστική αρχή του παλαμικού ποιητικού έργου: τα Τραγούδια της Πατρίδος μου αποτελούν πλήρη έκφραση των ποιητικών στόχων της νέας αθηναϊκής σχολής και συμπυκνωμένη έκφραση του μεγαλοϊδεατισμού της εποχής.
«Οι στίχοι στην πατρίδα μου», στη μικρή πατρίδα […] θ' άξιζεν εδώ, και με όλη τη συντομία, να εξαρθούν. Γιατί δίνουν το σύνθημα πως κάτι σπέρνεται προμηνώντας κάποια μεταστροφή που αγάλια αγάλια θ' ανθίσει, στην ιδεολογία μας, στην αισθητική μας. Η πατριδολατρία. Πατριδολάτρης είμαι, όχι εθνικιστής. […] Το ποίημα, που προεξάρχει στο βιβλίο μου, είναι «Τα δώρα της Πρωτοχρονιάς». Συνεχίζετ' εκεί το πατριωτικό ιδανικό. Η Μεγάλη Ιδέα σ' ένα ανάγλυφο σκαλίζεται. Αλλά σχεδόν τίποτε κοινό με τον παραδομένο λυρισμό της αθηναίας Σχολής, με το '21, εκπροσωπούμενο από τους καπεταναίους και τους ήρωές του που συμβολίζουν την εθνικήν ακμή μέσα στον ξεπεσμό του τωρινού. Τίποτα που να θυμίζει την ρομαντική ελεγειογραφία, το επικό πλάτος, τη διθυραμβική τυμπανοκρουσία, τη δημοσιογραφική στωμυλία των προγόνων συναδέλφων μας. Η Μεγάλη Ιδέα σε στίχους που σα να βιάζονται να σωπάσουν, με μια κραυγή που μισοβγαίνει, σα να ξεράθηκε στο στόμα τους: «με την Αγάπη». [Παλαμάς, Άπαντα, Α΄: 22]
Αυτά σημειώνει ο ποιητής υπογραμμίζοντας ήδη μια βασική δεσπόζουσα που επανέρχεται σε διάφορες φάσεις στην ποίησή του. Την επόμενη χρονιά παντρεύεται τη Μαρία Βάλβη, γόνο πολιτικής οικογένειας του Μεσολογγίου, γράφει και της αφιερώνει τον «Ύμνο εις την Αθηνάν», που θα βραβευτεί στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό δύο χρόνια αργότερα.
«Ο σωστός κριτικός αναγκαίο συμπλήρωμα του ποιητή» (Παλαμάς)
Το 1889 δίνει στον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός» την περίφημή διάλεξή του για τον Κάλβο, που εξακολουθεί δικαίως να θεωρείται η ουσιαστική αφετηρία της κριτικής πρόσληψης του ποιητικού έργου του Κάλβου. Είναι το πρώτο σημαντικό φανέρωμα της κριτικής διορατικότητας του Παλαμά. Η πραγματικά μεγάλη εποπτεία του των λογοτεχνικών πραγμάτων, η πολυμέρεια και η διεισδυτική κριτική ματιά του τον κάνουν τα επόμενα χρόνια να ξεχωρίσει ως κριτικός, ιστορικός και θεωρητικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Η κριτική αναθεώρηση του πρόσφατου λογοτεχνικού παρελθόντος συμπεριλαμβάνει, εκτός από τον Κάλβο, δύο ακόμα σημαντικούς σταθμούς: την ποίηση του Δ. Σολωμού και του Αρ. Βαλαωρίτη. Στην πραγματικότητα ο Παλαμάς εισηγείται έναν ολοκαίνουριο κανόνα «εθνικών» ποιητών προτείνοντας, μέσω του Σολωμού, μια μετακίνηση του ενδιαφέροντος προς ένα ποιητικό κέντρο άλλο από το Φανάρι, που είχε προσελκύσει την προσοχή της παλιάς σχολής: τα Επτάνησα.
Από την άλλη, πρωτεργάτης της λογοτεχνικής ανανέωσης που οραματίζεται η γενιά του 1880, έχει επίγνωση του ηγετικού του ρόλου. Αναλαμβάνει έτσι σύντομα, εκτός από την ανανέωση της ερμηνείας της παράδοσης, την ανανέωση του λογοτεχνικού ορίζοντα που προϋποθέτει και την ανάδειξη των νέων ποιητών: Παπαδιαμαντόπουλος, Καμπάς, Δροσίνης. Γράφει από την αρχή και για τους τρεις θετικότατες κριτικές και αναδεικνύεται έτσι σε «ζωντανή συνείδηση μιας γενιάς και μιας εποχής» (Μουλλάς).
Ο διευρυμένος κριτικός προσανατολισμός, η αγάπη και η γνώση του δυτικού πολιτισμού του παρέχουν άφθονο υλικό για έρευνα. Συχνά αναλαμβάνει να παρουσιάσει, να συγκρίνει, να προωθήσει στο ελληνικό κοινό συγγραφείς και ρεύματα του ευρωπαϊκού πνευματικού στερεώματος. V. Hugo, Λ. Τολστόι, E. Renan, H. Taine, A. France είναι μόνο μερικά από τα ονόματα που συναντά κανείς στα κριτικά του δοκίμια. Έχει λεχθεί ότι ο Παλαμάς προωθεί κριτικά αυτούς από τους ξένους δημιουργούς που το έργο τους παρουσιάζει ίχνη φιλελληνισμού, κάτι που ωστόσο δεν αναιρεί το γεγονός του ειλικρινούς ενθουσιασμού για τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά και πνευματικά κινήματα ανεξαρτήτως εθνικής τοποθετήσεως. Χαρακτηριστική είναι η έντονη αντίδρασή του το 1899 απέναντι στο φόβο του Εφταλιώτη περί εισαγωγής του «σκοταδερού βορεινού Ιψενογερμανισμού» στις σελίδες του περιοδικού Τέχνη.
Μέρος της κριτικής του οξύνοιας θα πρέπει να θεωρηθεί η έγκαιρη υποστήριξη της δημοτικής ως λογοτεχνικής γλώσσας. Από τις στήλες της εφημερίδας Εφημερίς υποδέχεται τo 1888 το Ταξίδι μου του Γ. Ψυχάρη και το συστήνει στο ελληνικό κοινό με το άρθρο «Το επαναστατικόν βιβλίον του κ. Ψυχάρη» εκφράζοντας ενθουσιώδεις κρίσεις. Ως προς τη συγγραφή της ποίησης έχει και ο ίδιος εγκαταλείψει οριστικά την καθαρεύουσα από το 1886. Τα κρίσιμα επόμενα χρόνια η θέση του Παλαμά ως προς το γλωσσικό θα είναι απερίφραστα υπέρ της δημοτικής.
Το βιβλίο έπρεπε ν' αναγγελθεί στο φύλλο. Και είδα πως δεν ήταν κανένα από κείνα τα έντυπα που θάφτανε να τα ξεφυλλίσω με τη συνηθισμένη δημοσιογραφική βία. Μόλις άρχισα να το ξεφυλλίζω, και πέρασα στο πόδι δυο τρεις, πέντ' έξι σελίδες του, μπήκα στο νόημα· όσο μου ήταν δυνατό το πράγμα στην εποχή και στη στιγμή εκείνη. […]
Και ξύπνησα. (…) Μα είν' αλήθεια πως κι ο ύπνος μου ποτέ δεν ήτανε βαρύς, βαθύς. Τα μάτια μου μισάνοιχτα ανάμεσα του ύπνου και του ξύπνου. Έτοιμος να ξυπνήσω, έτοιμος πιο πολύ από άλλους να καταλάβω πως ήρθε κάποιος Μεσσίας, να την προσκυνήσω την Αλήθεια, να της μιλήσω με τη γλώσσα της, όσο κι αν τραύλιζ' ακόμα [Παλαμάς, Άπαντα, ΣΤ΄: 307-309].
Ώς το τέλος των πρώτων ποιητικών αναζητήσεων
Το 1890 η δεύτερη συλλογή του, τα Μάτια της Ψυχής μου, βραβεύεται στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό. Η ποιητική διερεύνηση της γενιάς του 1880 για μια έκφραση πλήρως διαφοροποιημένη από το ρομαντισμό της παλιάς σχολής συνεχίζεται. Μέσα στο πεδίο αυτής της διερεύνησης ο Παλαμάς εκδηλώνει ένα εντονότατο ενδιαφέρον σύνδεσης της εγχώριας ποιητικής παράδοσης με τις σύγχρονές του ευρωπαϊκές καλλιτεχνικές εξελίξεις. Είναι λοιπόν και στα Μάτια της Ψυχής μου (όπως και στα Τραγούδια της Πατρίδος μου) ιδιαιτέρως αισθητές οι επιδράσεις της τεχνοτροπίας του γαλλικού παρνασσισμού, από τον οποίο ο Παλαμάς διδάσκεται τη σημασία της μορφής. Οι στίχοι χαρακτηρίζονται από έμμετρη ρυθμικότητα και διαθέτουν ομοιοκαταληξία. Οι όφειλες ωστόσο στον ρομαντισμό παραμένουν, παρά την απομάκρυνση από την ποιητική της παλιάς σχολής, έκδηλες και εντοπίζονται κυρίως στην εξιδανικευτική ματιά του ποιητή, ενώ ο τίτλος της συλλογής παραπέμπει στο γνωστό σολωμικό στίχο «πάντα ανοιχτά, πάντ' άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου» από τους Ελεύθερους πολιορκημένους.
Οι απανωτές βραβεύσεις θα πρέπει ασφαλώς να θεωρηθούν ενδείξεις κάποιας αναγνώρισης που χαίρει ήδη ο Παλαμάς ως ποιητής. Ως επικύρωση έρχεται το 1895 η ανάθεση από την Επιτροπεία των Ολυμπιακών Αγώνων της σύνθεσης του Ύμνου των Αγώνων. Με αυτό τον παλαμικό «Ολυμπιακό Ύμνο», που μελοποίησε ο Σ. Σαμαράς, έγινε η έναρξη των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων το 1896 στην Αθήνα και από την Ολυμπιάδα της Ρώμης, του 1960, ανακρούεται σε όλες τις τελετές έναρξης και λήξης.
Εξώφυλλο παρτιτούρας [πηγή: Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος] |
Το κρίσιμο έτος 1897 εκδίδει τη συλλογή Ίαμβοι και Ανάπαιστοι, στην οποία μεταγράφει σε επίπεδο ποιητικής πράξης την ανάγνωσή του της καλβικής ποίησης: στα σαράντα ποιήματα της συλλογής η μετρική της κάλβειας στροφής «αναπαρίσταται» συμβολικά μέσω της εναλλαγής του ιαμβικού και του αναπαιστικού ρυθμού. Η συμπερίληψη ενός ποιήματος στο οποίο ο Κάλβος παρουσιάζεται ως «λαμπερόχρωμος ζωγράφος» τοπίων της πατρίδας και αξιομνημόνευτων περιστατικών του εθνικού παρελθόντος, γίνεται πάνω στη βάση του στοιχείου της φιλοπατρίας, που εντάσσει το ποίημα στην κατηγορία της πατριωτικής ποίησης. Ακόμα πιο εμφατικά αυτό συμβαίνει με την ανάκληση της εμβληματικής μορφής του Διγενή:
Καβάλα πάει ο Χάροντας τον Διγενή στον Άδη,
κι άλλους μαζί… Κλαίει δέρνεται τ' ανθρώπινο κοπάδι.
Και τους κρατεί στου αλόγου του δεμένους τα καπούλια,
της λεβεντιάς τον άνεμο, της ομορφιάς την πούλια.
Και σα να μη τον πάτησε του Χάρου το ποδάρι,
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα κοιτάει τον καβαλάρη,
―Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ' άγγιξες και δε μ' ένιωσες στα μαρμαρένια αλώνια;
Εγώ είμαι η ακατάλυτη ψυχή των Σαλαμίνων,
στην Εφτάλοφην έφερα το σπαθί των Ελλήνων.
Δε χάνομαι στα Τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω,
στη ζωή ξαναφαίνομαι και λαούς ανασταίνω!
[Παλαμάς, Άπαντα, Α΄: 352-353]
Ο αντίκτυπος της ήττας του 1897 ωστόσο αποτυπώνεται στην επόμενη συλλογή, τους Χαιρετισμούς της Ηλιογέννητης (1900). Μια στροφή στα κείμενα του Παλαμά από την έκφραση της πολεμικής έντασης και την παρότρυνση στον ηρωισμό σε ένα πνεύμα διεθνισμού και πτώσης του ηρωικού τόνου είναι στο έξης διακριτή.
Ο θάνατος του τρίτου παιδιού του το 1898, του τετράχρονου Άλκη, έχει ήδη αποτελέσει έναν τραγικό σταθμό στην προσωπική του ζωή και παράλληλα την αφορμή για να εκδηλωθεί αυτό που ο ίδιος θα ονομάσει «λυρισμό του εγώ», μέσω της σύνθεσης του θρηνητικού Τάφου (1898, έκδοση που προηγείται των Χαιρετισμών της Ηλιογέννητης), μιας από τις πιο προσωπικές στιγμές στο σύνολο της παλαμικής ποιητικής δημιουργίας. Οι στίχοι της σύνθεσης δημιουργούν ένα κλίμα μελαγχολίας και βαθιάς θλίψης.
Ως τέλος αυτής της πρώτης ποιητικής περιόδου του Παλαμά θα μπορούσε να θεωρηθεί η έκδοση του τόμου Ασάλευτη ζωή (1904) ο οποίος περιλαμβάνει μεγάλο μέρος ήδη δημοσιευμένης ποίησης και συγκεντρώνει ποιήματα ολόκληρης της προηγούμενης δεκαετίας. Πυρήνας ωστόσο του τόμου θα πρέπει να θεωρηθούν οι συνθέσεις Φοινικιά, Εκατό φωνές και Ασκραίος γραμμένες όλες την περίοδο 1900-1904. Ο Παλαμάς διερευνά πλέον τις δυνατότητες που ανοίγει ο προσεταιρισμός της αισθητικής θεωρίας του συμβολισμού, μέσω του οποίου Γάλλοι ποιητές όπως ο Charles Baudelaire, o Stéphane Mallarmé και ο Paul Verlaine στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. οργανώνουν τη δική τους ποιητική απομάκρυνση από τις υπερβολές του ρομαντισμού.
Οι Έλληνες ποιητές των πρώτων χρόνων του εικοστού αιώνα οικειοποιήθηκαν δύο από τις θεμελιώδεις αρχές του [συμβολισμού]: α) ο σκοπός της ποίησης δεν είναι να δηλώνει αλλά να υποβάλλει, δηλαδή να στρέψει το νου και τα αισθήματα του αναγνώστη, υπαινικτικά, με έμμεση υπόδειξη, προς μια υψηλότερη σφαίρα υπερβατικών Ιδεών, και β) ότι ο ίδιος ο ποιητής, αφού διαλάμψει μέσα του το φευγαλέο αυτό όραμα, θεωρεί την ταπεινή πραγματικότητα ως τόπο μελαγχολίας και απελπισίας. [Beaton, 1996: 121-122]
Ο Παλαμάς, χωρίς ποτέ να μετεξελίσσεται σε συμβολιστή ποιητή, φαίνεται να κρατά το δίδαγμα για την υποβλητική και υπαινικτική λειτουργία της ποίησης, μέσω της οποίας ο αναγνώστης οδηγείται σε υπερβατικές έννοιες. Η σύνθεση στην οποία είναι κυρίως εμφανή τα συμβολιστικά στοιχεία είναι η Φοινικιά.
Ω Φοινικιά, μας έριξεν εδώ ένα χέρι·
το χέρι το 'βαλε καταραμένη Μοίρα;
το πήγε νους καλοπροαίρετος; Ποιός ξέρει!
Από ενός ύπνου κάτου τον καταποτήρα
ποιά ορμή μας άδραξε και ποιός μας έχει φέρει;
Τάχ' από χαλαστή γιά τάχ' από σωτήρα;
Νά μας ασάλευτα στον ίσκιο σου αποκάτου·
ο ίσκιος σου είναι της ζωής ή του θανάτου;
Παράλληλα, στην Ασάλευτη ζωή συμπεριλαμβάνεται, πρώτος στην ενότητα «Μεγάλα οράματα», ο Ασκραίος που προοικονομεί την εμφάνιση των μεγάλων συνθέσεων που θα ακολουθήσουν. Είναι ένας μονόλογος του φαντάσματος του Ησιόδου της Άσκρας, μια σπουδή πάνω στο ησιόδειο Έργα και Ημέρες, που αρχίζει και τελειώνει με τον αρχαίο ποιητή να παραδίδει το πνεύμα του στον νεοτερικό διάδοχό του, πίσω από το προσωπείο του οποίου κρύβεται ο ίδιος ο Παλαμάς.
Η ποίηση του Παλαμά προχωρά στο εξής με τον τρόπο της παραγωγής αντιθέσεων: μετακινούμενη αέναα από το «λυρισμό του εμείς» στο «λυρισμό του εγώ» ή αλλιώς: από τα πιο λυρικά ποιήματα «ήσσονος τόνου» στις επικές συνθέσεις των «μεγάλων οραμάτων».
Η δράση του υπέρ της δημοτικής
Στην αρχή του νέου αιώνα ο Παλαμάς δοκιμάζει την πρώτη αυτόνομη έκδοση πεζού με το διήγημα «Θάνατος παλικαριού» (1901). Την ίδια εποχή γράφεται και το μοναδικό θεατρικό του έργο η Τρισεύγενη (1903), «ένα ποιητικό δράμα σε μια εποχή όπου κυριαρχούσε στο θέατρο ο νατουραλισμός» (Πολίτης, 1995: 198-199).
Εν τω μεταξύ ο αγώνας υπέρ της δημοτικής μπαίνει σε μια κρίσιμη φάση. Η μετάφραση του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου από τον Αλέξανδρο Πάλλη και η δημοσίευσή της στην εφημερίδα Ακρόπολις το 1901 ξεσήκωσε, όχι μόνο την Εκκλησία, αλλά και το λαϊκό αίσθημα, και προκάλεσε μια σοβαρή πολιτική κρίση που στάθηκε η απαρχή μιας μακράς σειράς ανάλογων φαινομένων. Οι μεγάλες φοιτητικές διαδηλώσεις, αποδοκιμαστικές της μετάφρασης του Ευαγγελίου, τοποθετούν στο στόχαστρο της επίθεσης τους δημοτικιστές που θεωρούνται άθεοι και προδότες. Οι αντιδράσεις καταλήγουν σε ταραχές και αιματηρές συγκρούσεις με τον στρατό, που θα μείνουν γνωστές ως «Ευαγγελικά».
Απεικόνιση των επεισοδίων στον τύπο της εποχής [πηγή: Wikimedia Commnons] |
Τα γεγονότα κλονίζουν την κυβέρνηση Θεοτόκη και την αναγκάζουν να παραιτηθεί. Ο Κωστής Παλαμάς, δηλωμένος υποστηρικτής της δημοτικής, βρίσκεται στο επίκεντρο των επιθέσεων, καθώς μάλιστα αυτή την εποχή εργάζεται ως Γραμματέας του Πανεπιστημίου, που έχει πρωτοστατήσει στις αντιδραστικές εκδηλώσεις. Η υποστήριξή του ωστόσο προς όλες τις προσπάθειες καθιέρωσης της δημοτικής είναι συνεχής και έμπρακτη: συνεργάζεται με τον Νουμά, το περιοδικό-όργανο του δημοτικισμού, από το πρώτο κιόλας τεύχος (Ιανουάριος 1903). Την ίδια χρονιά η παράσταση της Ορέστειας σε δημοτική μετάφραση του Γ. Σωτηριάδη από το Βασιλικό Θέατρο προκαλεί συγκρούσεις ανάλογες με εκείνες των «Ευαγγελικών», τα «Ορεστειακά». Πριν από την πρώτη παράσταση η Μαρίκα Κοτοπούλη απαγγέλλει το ποίημα «Το χαίρε της τραγωδίας», που ο Παλαμάς έχει γράψει ειδικά για την περίσταση. Κατά τη διάρκεια των αναταραχών ο Παλαμάς διώκεται εκ νέου για τις δημοτικιστικές του απόψεις.
"Στοχάζομαι πως όταν η ζωντανή μας η γλώσσα δικιωθεί και πάρει τη θέση που της χρειάζεται, όταν ο δασκαλισμός θα είναι κάτι τι ανάλογο στο νόημα και στο μάκρεμα με το μεσαιωνισμό, και κάτι πολύ χειρότερο, όταν και της ίδιας Πολιτείας οι νόμοι θα σκαλίζονται, καθαροί και στρογγυλοί, στην άσπρη πλάκα της ζωντανής γλώσσας, και δε θα κοκκινίζει ο Λόγος μπροστά σε «διορισμούς εθνικών ποιητών ή εθνοκηρύκων απηλλαγμένων του ιδιώματος του μαλλιαρισμού», τότε θα βρεθεί πως και η λεγόμενη καθαρεύουσα δεν είναι όλως διόλου για πέταμα, γιατί δούλεψε κ' εκείνη, όχι μονάχα για τη γέννηση κάποιων αξιόλογων έργων, μα και άθελα, για την πρόοδο και για το ξαναστύλωμα της αφιλίωτης αντίδικης, της δημοτικής.Μα ίσαμε που να ξημερώσουν τα χρυσά χρόνια, η καθαρεύουσα πρέπει να πολεμιέται ήσυχα, υπομονετικά, συστηματικά, μεθοδικά, τεχνικά, επιστημονικά, θαρρετά, μαζί μετρημένα και παλικαρίσια, ξέσκεπα και συνετά, αλύπητα, σαν ένα εθνικό κακό. Τούτο απαιτούν η ηθική, η τιμή, η δικιοσύνη, η ανάγκη, ο εθνισμός, ο ανθρωπισμός, το σέβας προς την αλήθεια, η αγάπη προς την ομορφιά, ό,τι συμφέρει στον κοινωνικό τον άνθρωπο, ό,τι τονώνει τον άνθρωπο τον εσωτερικό". [Παλαμάς, Άπαντα, Η΄: 50].
Τον Μάιο του 1908 ο Παλαμάς υποβάλλει ως γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών αναφορά στο Υπουργείο Παιδείας συνταγμένη σε δημοτική γλώσσα. Η δημόσια δημοτικιστική του τοποθέτηση προκάλεσε την «Επιτίμηση του Γραμματέως του Πανεπιστημίου» από τον Υπουργό Παιδείας. Στις 15 Μαΐου ο Παλαμάς απαντά σε συκοφαντικό άρθρο του Γ. Πωπ στην εφ. Αθήναι σχετικά με την αναφορά του, με επιστολή που δημοσιεύεται στην εφ. Εστία:
"Αν δεν εφοβούμην μήπως ολισθήσω εις λυρικήν περιαυτολογίαν περιττήν, θα έλεγα ότι δι' εμέ λειτούργημα ο Λόγος και θρησκεία τα Γράμματα. Γνωστή, όσον ασήμαντος και αν είναι, η λογοτεχνική εργασία μου. Πιθανόν να είναι πολύ αμφισβητήσιμος η αξία μου ως λογοτέχνου. Δι' ό,τι δεν αμφιβάλλω, είναι η μεγάλη φιλολογική και κοινωνική σημασία του γλωσσικού ζητήματος. Αλλά πρώτιστα πάντων τούτο είναι ζήτημα ηθικής τάξεως δι' εμέ. Είμαι δημοτικιστής ― ή όπως άλλως θέλετε να με αποκαλέσετε, και θα είμαι· τούτο αποτελεί την αρετήν μου. Και ως υπάλληλος του Κράτους, νομίζω ότι όχι μόνον δεν παραβαίνω το καθήκον μου ―άσχετον άλλως τε προς τας περί γλώσσης πεποιθήσεις μου― αλλά και τιμώ την θέσιν μου, έχων το θάρρος να φρονώ ό,τι φρονώ δημοσία λόγω και έργω" [Παλαμάς, 1975, Αλληλογραφία Α΄ (1875-1915): 149].
Συμμετέχει είτε στηρίζει μια σειρά πρωτοβουλιών και κινήσεων υπέρ της δημοτικής, όπως είναι η ίδρυση της εταιρείας «Εθνική Γλώσσα» (1904) ―μια από τις πρώτες συλλογικές προσπάθειες για τη διάδοση της δημοτικής―, η ίδρυση του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» (1910) και της «Φοιτητικής συντροφιάς» (1910). Το άρθρο του «Για να το διαβάσουν και τα παιδιά» γίνεται αφορμή της συζήτησης του γλωσσικού στην Αναθεωρητική Βουλή του 1911. Τον Απρίλιο απολύεται προσωρινά, για ένα μήνα, από τη θέση του στο Πανεπιστήμιο. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση 1917-1920 με την οποία η δημοτική μπαίνει στα σχολεία σηματοδοτεί την οριστική επικράτησή της. Ο Παλαμάς χαρακτηρίζει τη μεταρρύθμιση «επαναστατική» και «ριζοσπαστική». Ωστόσο, είναι ακριβώς από αυτή την εποχή που γίνεται σταδιακά μετριοπαθέστερος ως προς την κριτική της καθαρεύουσας σε βαθμό που, αν και παραμένει φυσικά δημοτικιστής, να γίνεται λόγος για «μεταστροφή» στις ιδέες του (Κριαράς, 1997) που αντιστοιχεί σε αναγνώριση της διγλωσσίας (Ανδριώτης, 1943).
Η εποχή των μεγάλων συνθέσεων
Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο το γεγονός ότι ακριβώς αυτή την εποχή των μεγάλων συνθέσεων, γύρω στο 1909, ο Παλαμάς γνωρίζει προσωπικά, ένα βράδυ στο σπίτι του Καλομοίρη, τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Η ανάμνηση αποτυπώνεται σε ένα ποίημα και μαζί της η ένθερμη υποστήριξη του ποιητή προς τον πολιτικό:
Νά ο Βασιλιάς με το σπαθί και ο Κυβερνήτης νά τος
με τη βουλή, και νά τηνε κι η Πολιτεία, κορόνα,
λαμποκοπούνε στης κορόνας την κορφή διαμάντια
και τα διαμάντια είναι διπλά, σφιχτοπεριπλεμένα.
[«Μια βραδιά σ' ένα σπίτι»]
Ο εμβληματικός ηγέτης έχει μόλις φτάσει στην Ελλάδα. Η άφιξή του σημαίνει συμβολικά το τέλος της εσωστρέφειας που έχει προκαλέσει η ήττα του 1897. Οι εθνικές και κοινωνικές αλλαγές που περιέχει η πολιτική του ατζέντα ενδυναμώνουν εκ νέου τις ελπίδες μιας αστικής αναγέννησης. Στο πλαίσιο αυτής της αστικής αναγέννησης ο Παλαμάς κράτησε το ρόλο του «εθνικού ποιητή», του αισιόδοξου οδηγού και βάρδου που προωθεί τα εθνικά ιδανικά. Οι δυο μεγάλες συνθέσεις του Παλαμά συμπυκνώνουν τους εθνικούς πόθους για εδαφική επέκταση και εκφράζουν το κάλεσμα για τη θριαμβευτική άνοδο του ελληνισμού. Είναι σαφές ότι στη συνείδηση του ποιητή το είδος αυτό της πατριωτικής ποίησης ισοδυναμεί με πολιτική πράξη:
Δεν είναι η πολιτική, αν την αγναντέψουμε από μιαν όψη του συνόλου της του ιδεατού, δεν είναι παρά η φιλοπατρία στην πράξη. Αγαπώ την πατρίδα, πιστεύω την πατρίδα, ενεργώ, παλεύω για την πατρίδα. Η πολιτική τέχνη του να κυβερνάς. Όμως όλα είναι τέχνη στη ζωή, και η ζωή η ίδια, τέχνη. Η πατριωτική ποίηση, της ποιητικής τέχνης εκδήλωση που γιομίζει την ανθρώπινη ιστορία με την πλάστρα την φωτιά. Ο ποιητής φτάνει να του χτυπήσει τη φαντασία το πάθος τούτο, είναι ο κατεξοχήν πατριώτης [Παλαμάς, Άπαντα, ΙΒ΄: 121].
Ο δωδεκάλογος του Γύφτου (1907), έργο χωρισμένο σε δώδεκα λόγους και σε ποικίλους ρυθμούς με κυρίαρχο έναν ελεύθερο τροχαϊκό στίχο, είναι το σημείο του παλαμικού έργου, όπου διακρίνει κανείς έντονα τα ίχνη του νιτσεϊκού Υπερανθρώπου. Το κεντρικό πρόσωπο, ο Γύφτος, αφού περιέλθει όλα τα στάδια μιας ολοκληρωτικής άρνησης προς όλους και όλα, αρχίζει τέλος να επανασυμφιλιώνεται με τη ζωή. Ωστόσο, ο Παλαμάς παίρνει αποστάσεις από το πρότυπό του και σκιαγραφεί τελικά έναν ήρωα που αποβάλλει σταδιακά τα στοιχεία της έντονης ατομικότητας και εκβάλλει στο πρότυπο ενός πληθωρικού ανθρώπου, μετατρέποντας τον υπεράνθρωπο σε άνθρωπο οδηγό του πλήθους.
Ο Προφήτης που κοιτάζει
με τα μάτια του Όραμά του
κι ο Προφήτης που κηρύττει
με του Αύριο το στόμα,
κι από ποιά πνοή δεν ξέρω
τραβημένος, πνοή κι εκείνος,
παρατώντας τα δικά του,
τους αϊτούς και τα λιοντάρια,
και τ' απόκρυφα βιβλία,
πήγε κάτου απ' τη μονιά του
κι ήρθε μέσα στους ανθρώπους,
μες στον Τσίρκο τον απέραντο
το μαρμαροστυλωμένο.
Και νά ο Τσίρκος περιμένει
να γιορτάει το γιορτάσι
που γιορτάζει με το Μάη,
και ξεχείλισε και βουΐζει
μέσα του της Παναγίας
και της αμαρτίας η Πόλη.
[Από το δέκατο λόγο]
Ανάγνωση αποσπάσματος του τρίτου λόγου: διαβάζει ο ποιητής. Πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, από τον δίσκο Kωστή Παλαμά Ποιήματα, II, Διόνυσος [απόσπασμα]
Τρία χρόνια αργότερα με το συνθετικό επικολυρικό έργο Η φλογέρα του βασιλιά (1910) ο Παλαμάς εκδηλώνει επιβλητικά το ενδιαφέρον του για την περιοχή της βυζαντινής ελληνικής ιστορίας μέσω του οποίου προσπαθεί να επιτύχει μια φανταστική σύνθεση των σταδίων εξέλιξης του ελληνικού πολιτισμού. Παρέχει έτσι, το πλέον πατριωτικό από τα έργα του, την κρίσιμη ιστορικά στιγμή της παραμονής των Βαλκανικών πολέμων. Η σύνθεση παρουσιάζει ολόκληρη τη σταδιοδρομία του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο προσκύνημα του Βασιλείου στην Αθήνα για να προσευχηθεί στην εκκλησία της Παναγίας που ήταν κάποτε ο Παρθενώνας.
Η πορεία του στρατού του αυτοκράτορα διά μέσου της Ελλάδας περιγράφεται λεπτομερώς, αλλά το κέντρο του ποιήματος είναι η μεγάλη προσευχή του Βασιλείου στην Παρθένο, που είναι τόσο η Αθηνά, στην οποία ήταν αφιερωμένος ο Παρθενώνας, όσο και η Αφροδίτη, η θεά της αγάπης. Η προσευχή αρχίζει στο Λόγο IX, και στο Λόγο XI μετατρέπεται σε ενθουσιώδη προφητεία του μέλλοντος [Beaton, 1996: 127].
Ποιήματα ήσσονος τόνου
Χαρακτηριστικό ωστόσο στοιχείο της ποιητικής του Παλαμά, όπως έχει ήδη αναφερθεί, είναι η ανάπτυξη σχημάτων αντίθεσης, στα οποία τον ωθεί ο δυισμός της σκέψης του. Η βαθύτερη ενότητα του παλαμικού έργου έγκειται στη συναίρεση των αντιθετικών στοιχείων. Μέρος αυτού του δυισμού είναι οι δύο αντίθετοι τόνοι που καλλιεργεί: του μείζονος αλλά και του ελάσσονος. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε αντιπροσωπευτικά ποιήματα υψηλού τόνου όσα αντιστοιχούν στην πατριδολατρία του ποιητή με κέντρο τις δύο μεγάλες συνθέσεις. Χαρακτηριστικά δείγματα ελάσσονος τόνου είναι τα σατιρικά του ποιήματα που αποτελούνται κυρίως από τα Σατιρικά γυμνάσματα (1912).
Πρόκειται για μια ενότητα 44 ποιημάτων σε τερτσίνες, δεκατριών ιαμβικών ενδεκασύλλαβων στίχων, που σατιρίζουν πολιτικές καταστάσεις και κοινωνικές συμπεριφορές. Την ίδια χρονιά οι Καημοί της λιμνοθάλασσας συγκεντρώνουν ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «λυρικά παραλειπόμενα» (Πολίτης). Παράδειγμα σε μικρή κλίμακα του δυισμού στον οποίο αναφερθήκαμε αποτελεί η συλλογή Η Πολιτεία και η μοναξιά (1912): τα ποιήματά της μοιράζονται σε στιγμές της εθνικής ιστορίας και αντανακλάσεις λυρικών αναμνήσεων από τη ζωή στο Μεσολόγγι.
Η τελευταία ποιητική περίοδος του Παλαμά περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τον Κύκλο των τετράστιχων (1929) και τις Νύχτες του Φήμιου (1935), συλλογές που αποτελούνται εξολοκλήρου από τετράστιχα. Έχοντας κλείσει και ξεπεράσει την έβδομη δεκαετία ζωής ο ποιητής παρουσιάζει το απόσταγμα της πολύχρονης πείρας του στη θέση ενός γέροντα σοφού. Η πνευματική του διαθήκη συμπυκνώνει επιγραμματικά όλα τα θέματα που τον έχουν απασχολήσει.
Εξώφυλλο της 1ης έκδοσης. |
Βασικός σταθμός στην δημόσια αναγνώρισή του είναι η απονομή του «Εθνικού Αριστείου Γραμμάτων και Τεχνών» το 1914, ενώ από το 1926 αποτέλεσε βασικό μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών, της οποίας έγινε πρόεδρος το 1930. Έχοντας περάσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του αμετακίνητος από την Αθήνα ο ποιητής ζει πλέον μια πραγματικά «ασάλευτη ζωή» κλεισμένος στο σπίτι της οδού Περιάνδρου 5 με τη γυναίκα του και την κόρη του Ναυσικά, που τον φροντίζει ώς το τέλος και τον προφυλάσσει ακόμα και από την είδηση του θανάτου της γυναίκας του.
Σε μεγάλη ηλικία με τη γυναίκα του Μαρία και την κόρη του Ναυσικά στο σπίτι της οδού Ασκληπιού. [πηγή: Ίδρυμα Παλαμά] |
Λίγες μόλις μέρες μετά το θάνατο της Μαρίας, στις 27 Φεβρουαρίου 1943, πεθαίνει και ο ίδιος. Στο πρώτο νεκροταφείο η γερμανοκρατούμενη Αθήνα αποχαιρέτησε το σημαντικό νεκρό μετατρέποντας την κηδεία του σε αυθόρμητη εκδήλωση εναντίον του καθεστώτος της Κατοχής υπό τον ήχο των αποχαιρετιστήριων στίχων του Σικελιανού: «Ηχήστε οι σάλπιγγες … σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα».
Δείτε επίσης: «Η ταφή του Παλαμά». Ξυλογραφία του Σπύρου Βασιλείου που δημοσιεύτηκε στο τεύχος των Χριστουγέννων του 1943 της Νέας Εστίας, αφιερωμένο στον Κωστή Παλαμά.
Στα εκατόχρονα από τη γέννησή του ποιητή ιδρύεται στην Αθήνα το Ίδρυμα Κωστή Παλαμά με πρωτοβουλία των Γ. Κατσίμπαλη, Κ. Τσάτσου, Αν. Καραντώνη και των κληρονόμων του γιου του ποιητή, Λέανδρου. Με την επιμέλεια του ιδρύματος πραγματοποιήθηκε μεταξύ άλλων η έκδοση των Απάντων του ποιητή σε 16 τόμους (1962-1969) καθώς και της αλληλογραφίας του.